Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

γιατίΤΑβράδιαΤΑβράδιαΓίνομαιΦΩΤΙΑμεΤΑαλάνια-








Κ. Βήτα - Γκάου Μπίου

Τόσος καιρός
και δεν έκανα τίποτα
και τα πιο αργά έφυγαν γρήγορα
η θλίψη μοιάζει να τα έχει ποτίσει
καμμιά φορά αναρωτιέμαι
τι είναι φύση
η φύση μου είναι να είμαι ένα τίποτα
να γυρνάω, να πηδάω
να είμαι καλά με όλους
κι αν δεν είμαι
θα το ξεχνάω

Έτσι σπατάλησα και σπαταλήθηκα
σε όσους με αγάπησαν φέρθηκα ανήθικα
ποτέ δεν με πόνεσε ποιος είναι ο στόχος
και όμως χτυπήθηκα μα
δεν είμαι ο πρώτος
σαν το χώμα που πέφτει μέσα απ' τα δάχτυλα
προσπάθησα κάποτε μα δεν τα κατάφερα
και όλα σταμάτησαν στην ίδια ώρα
μου έδεσε ο διάβολος τα δύο μου πόδια

Τώρα αισθάνομαι να με τυλίγει το κύμα
η απέραντη ανοησία που με έκανε θύμα
απλά με ξέβρασε στην άμμο σαν πτώμα
τόσο ηλίθιος είμαι που την πιστεύω ακόμα
είναι μια απόφαση που πρέπει να πάρω
να αλλάξω τώρα
ή να εξακολουθώ να τρενάρω
είναι μικρή η απόσταση από τα ποδιά ως το κεφάλι
μα μοιάζει τόσο μεγάλη
όσο η γη από τον Άρη

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

τσαλακωμένεςΙστορίες

ΜΕΣΑ  απο ένα σπασμένο γυαλί
καθρεπτιζόταν εκείνη η στιγμή της ζωής μου
εκείνη η στιγμή που ποτέ δεν κατάφερα να διαγράψω-
αυτο δεν ήταν ένα οποιοδήποτε γυαλί
ήταν ένα υλικό τόσο δυνατό που
ακόμη και ο ισχυρότερος άνθρωπος επί γης
δεν κατάφερε να θρυμματίσει - 
κοιτούσα ώρες το σπασμένο κομμάτι
χάθηκα μέσα του και μεταφέρθηκα 
σε εκείνη την εποχή που ένιωθα
τσαλακωμένο χαρτί στα χέρια σου
ένα χαρτί που μέσα έγραφε πολλά ιστορίες ερωτικές,συναισθήματα,κραυγές
όταν είχες ανάγκη απο συντροφιά
το άνοιγες καλά καλά το ξετύλιγες
το διάβαζες το μύριζες το άγγιζες
όταν πάλι τρελαινόσουν γύριζαν τα μάτια σου
κοκκίνιζαν τα μουτρα σου
το τσαλάκωνες και με ένα "τακ" το πετούσες μακριά-
ποτέ όμως αυτο το άψυχο πάβλα τόσο συνεσταλμένο χαρτάκι
δεν έβγαλε μιλιά-πίστευε σε εσένα στα όνειρα σε κάτι διαφορετικό στη ΖΩΗ 
ο καιρός περνούσε και το χαρτί άρχισε να φθείρετε
δεν έδωσες σημασία-ενα χαρτι είναι είπες γέλασες και το φύσηξες μακριά
τότε και εκείνο σε εκδικήθηκε σβήνοντας όλα όσα έγραφε μεσα
ξεκίνησε απο τα ρήματα σ αγαπώ,λείπεις,αλλάζω,βαριέμαι,κουράζεις...
συνέχισε με τα ουσιαστικά τα άρθρα ώσπου σβήστικαν όλα-
έμενε μόνο το τελειωτικό χτύπημα-
οι μέρες περνούσαν και όταν η απογοητευση απο ανθρώπους ταχα σημαντικους για σένα σου χτύπησέ την πόρτα έψαξες για το πεταμένο σου χαρτάκι-
γεμάτος χαρά το βρήκες  καλά κρυμμένο  να κάνει παρέα με μπουκάλια μαστίχες αποτσίγαρα κ μια στιβα σκουπιδια-
το άνοιξες με λαχτάρα και το μόνο που βρήκες μέσα ήταν το άρωμα μιας χαλασμένης μπανανόφλουδας που ειχες ξεχάσει στον κάδο μέρες τώρα-
Τότε συνειδητοποιησες πολλά, βυθίστηκες στην τρέλα της μοναξιάς
συννέφιασες και η βροχη δεν άργισε να έρθει στα μάτια σου
μούσκεψες το χαρτάκι τόσο ώσπου σχίστηκε κ χάθηκε εντελώς-




(επηρεασμένη από συζήτηση με φίλες-
ο καθένας ταυτίζεται με ότι νιώθει ότι τον αντιπροσωπεύει-
δεν άφορά προσωπική ιστορία-εν μέρη )













Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

σκουριασμένες μηχανές

θελω να νιωσω την αγαπη εδω
ωωω
η αγαπη ειναι μηχανη
που σκουριασε
οι βιδες χαθηκαν
κ ετσι κανεις
κανεις
δν μπορεσε να την επαναφερει
καποιοι προσπαθησαν
προσπαθησαν πολυ
να φτιαξουν
ιδιες μηχανες παραγωγης αγαπης
μα δεν καταφεραν τιποτα
ετσι απο εγωισμο ονομασαν τις παραπλισιες μηχανες τους
ενθουσιασμό,πάθος,ανάγκη,εξάρτηση-
σκουριασαν οι μηχανες στο περασμα του χρονου
σκουριασαν τα βέλη του ερωτα
και τα αισθήματα των ανθρώπων
μα για να νιώθουν καλα
μη αποδεχόμενοι την αληθεια
αγόρασαν λαμπρες μηχανές ενθουσιασμου-πάθους και ανάγκης
ανάγκη για ενα στήριγμα για μια συντροφιά στο κλαπμ της μοναξιάς
και ετσι
κοροιδευουν εαυτό και ανθρώπους γύρο
νομίζωντας πως ζούνε έρωτα και πεταλούδες-

























photo:ElinaBrotherus










εγώ για δύο


Μόνη τα μεγάλωσα
τα όνειρα που μάλωσα
που κλαίνε σε ζητούν διαρκώς
μα μου λείπεις δίχως άλλοθι
αχ, τι ζωή παράλογη.

τα απομνημονεύματα της λατέρνας

ώρες ώρες σκέφτομαι και λέω και αναρωτιέμαι σιωπηλά 
αν είχε φωνή η λατέρνα όχι ΟΧΙ μια οποιαδήποτε λατέρνα
εκείνη που όλοι γνωρίζουμε-
("λατερνα-φτώχεια και γαρούφαλλο" ναι η γνωστή πάβλα αθάνατη ελληνικη ταινία)
 -τι θα έλεγε στις εκατομμύρια θαυμάστριες της που καθημερινά την δοξάζουν 
που ανέμελα κυκλοφορούν στα σοκάκια μοιράζοντας απλόχερα στυλ φινέτσα και image
κρεμώντας πάνω τους την Άρτα τα Γιάννενα και πολλές ακόμη πόλεις της Ελλάδας και ΟΧΙ μόνο-
πόσο υπερήφανη σε κάνουν λατρεμένη μου λατέρνα
αιώνια μένεις στην μνήμη μας χάρης στις προσωποποιημένες κόρες σου
γιατί φαντάσου να είμασταν όλοι απλοί και ταπεινοί ενδυματολογικά- ΓΙΑ ΦΑΝΤΆΣΟΥ
ποιος καλόσ άνεμος θα έφερνε τότε στα χείλη μας τη λέξη ΛΑΤΈΡΝΑ
ΚΑΝΕΙΣ/
και φωτιά να πέσει να με κάψει αν ξαναμιλήσω ΕΓΩ ΝΑΙ ΝΑΙ ΕΓΩ αρνητικά για της κόρες σου-
αλλά να αγαπημένη μου λατέρνα είναι οτι δεν μπορώ να δαμάσω τη ζήλια μου για το ατόφιο στυλ
για αυτη την πανδεσία χρωμάτων-
για τον τόσο καλό συνδιασμό της πράσινης με παγιέτες φούστας-ζώνης με τα πορτοκαλι πασουμάκια
και το πλατινέ μαλλί-
για τα αμέτριτα πρασινοπορτοκαλοσκατουλι βραχιολοδακτυλίδια που έχουν στην συλλογή τους οι κόρες σου για να κοσμουν χερια ποδια αυτια δακτυλα λαιμο μαλλια-
οι όλο χάρη κόρες σου-χειμώνα καλοκαίρι άνοιξη φθινόπωρο είναι εκεί πάντα έτοιμες να σε αφήσουν χάνο - και Ναι μου πέρνει 'ωρα να κλείσω το σττόμα μου-
στην προσπάθεια σου να αρθρώσεις λέξεις βγένεις ηττημένος 
τα ειπε ΟΛΑ ΤΟ ΣΤΥΛ-ΑΠΛΗΣΙΑΣΤΟ ΛΑΤΕΡΝΑΣ ΣΤΥΛ


νιώθω θλίψη κ οργή που ποτέ δεν θα γίνω μια λατέρνα-


δν μπορώ να μιλήσω άλλο


...

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ (ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.













Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.












Ἡ μνήμη, 
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

















Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.










photo:

Anders Petersen

ΈΝΑδυο

ενα δυο δυο ενα και παλι απ την αρχη
ενα βήμα μπρος δυο πισω 
πόσο εύκολο να σέρνεσε πίσω
ποσο δύσκολο το βημα μπροστά
αυτό το γαμημένο βήμα
θάρρος θέλει ή αλήθεια
τόλμη ή θράσος
δεν ξέρω
περασα ατελείωτα δευτερόλεπτα
εγώ και το ανθρωπάκι π λέγεται μυαλό
ή μήπως το κοριτσάκι εκεινο π λέγετε καρδιά
δν θυμαμε αλήθεια
το μόνο που θυμάμε οι ατελειωτες σκέψεις
πριν το ΒΗΜΑ
ενα βήμα είναι
ένα ουσιαστικό μια λέξη
η βαθύτερη ενια του
ισως σου αλλαξει τη ζωη το μελλον συμπεριφορες
ισως παλι σε καθηλώσει στην αιωνια λύπη

θάρρος θέλει ή αλήθεια
τόλμη ή θράσος
χανομαι σε ενα ξεμαλιασμενο κουβαρι σκεψεων
η λυση κ η απαντηση π ψαχνω
εχει κρυφτει καλα ωστε να μην την βλεπω
να μην την φτανω
να μην την αφουγκραζομαι
αυτη η λυση που θα με οδηγησει στο μεγάλο ΒΗΜΑ ζωης η θανάτου
ακουει στο όνομα ΤΟΛΜΗ φίλε
άργισα πάλεψα έκλαψα αλλα ναι ΤΟΛΜΗΣΑ και τωρα είμαι καλα-



photo:AndersPetersen

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

οΗλιοςΜαρτύρισεΠωςζούσαΣτοΨέμα

περίεργα όνειρα στοιχειώνουν τα βράδια μου
σπάνε την ηρεμία μου γκρεμίζουν όλα όσα προσπάθησα με  κόπο να αφήσω πίσω
αυτά τα μικρά και ολιγόλεπτα όνειρα με εγκλωβίζουν στην θλίψη κάθε φορά
που ξυπνάω γεμάτη τρομο-
στριφογυρίζω ανακατευομαι παραμιλάω φωνάζω απεγνωσμενα μα..κανεις δν ειναι εκει να ακουσει
άνθρωποι καταστάσεις και στιγμές μικρές και μεγάλες κάθε βράδυ δίνουν παράσταση
ΟΛΑ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ γύρο μου
εγώ ενας θεατής που του έχουν απαγορεύσει την έξοδο πριν τελειώσει η παράσταση
σφίγγω τα μάτια πιέζω με δύναμη τα αυτιά μου μα ο ήχος με διαπέρνα η εικονα τρυπάει τον εγκέφαλο μου
δεν το κρύβω πως όλα όσα βλέπω την προηγούμενη τα σκεφτόμουν αρκετά
μαζι με τον καφε, παρεα με το μάνο - 
είναι πράγματά που αν ξεχάσω για μια στιγμη 
ισως χασω τα πάντα
ισως βρω το δρόμο για το φώς
ισως σβηστούν απλα φωτογραφίες απο εκεινο το καλα κριμένο άλμπουμ του μυαλού
υποφέρω την ημέρα αλλα θέλω ήρεμες νύχτες
κάθε φορά που χάνομαι για ώρες σε εναν εφιάλτη νιώθω αλυσοδεμένος
βλέπω τα πάντα γυρο μου κ ομως 
δεν με βοηθάω
δεν μπορω να ξυπνήσω
πιέζομαι φοβάμαι θέλω απλα να ξυπνήσω
σαστισμένη τρεχεις και αποψε μου λεει η μαγισα που κρυβω μεσα μ και γελάει σα να χαίρεται με το πονο μου
τρέχω μα δεν κοιταζω πίσω
κρύβομαι στο ψηλότερο δωμάτιο του νου μα με βρίσκει
μονο οταν ξυπνάω καταφέρνω να την εγκλωβίσω σε ενα μουκαλι
να την κανω να το βουλωσει
μονο τότε καταλαβαίνω οτι ζουσα ενα ψέμα
τίποτα δεν υπάρχει γυρο μου παραμονο επιπλα ποστερ μπουκάλια κερια
απ το παράθυρο βλέπω πως εχει ξημερώσει
ο ιδρώτας λούζει τα μαλλια μου μουσκεύει τα ρούχα μου 
κρυώνω μαζεύομαι κουβάρι αλλα είμαι χαρούμενη
όλα ηταν ένας εφιάλτης τώρα είμαι ελεύθερη
με αγχωνει η νύχτα που έρχετε
σκέψεις φοβοι και απορια για όσα βλέπω και θα δω
ολοι έχουμε νιώσει παρόμοιες καταστάσεις κάποιοι είναι δυνατοί άλλοι απλά 
δεν θυμούνται τίποτα...


























Foto: Anders Petersen







Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Francesca Woodman on being an angel



Francesca Woodman (1958-1981) was an American photographer best known for her black and white pictures featuring herself and female models. Many of her photographs show young nude women, blurred by camera movement and long exposure times, merging with their surroundings, or with their faces obscured. Her work continues to be the subject of much attention, years after she committed suicide at the age of 22










Τηλερνοπορνοστάρ

Η ζωή έγινε μια γυναίκα που άδειασε
Μια κοντόκανη καραμπίνα στο κώλο των βιαστών της

Έγινε η ζωή το έφηβο σταριλίκι μιας πορνοταινίας επιβίωσης
με πρωταγωνιστές ανήλικα προσοδοφόρα πλαδαρά
παιδιά μιας τηλεκανίβαλης κοινωνίας 
προσκυνημένα σε ποπ σκυλοείδωλα
που πασχίζουν να μοιάσουν στα πρότυπά τους
οι πρωταγωνιστές εκστασιασμένοι παραληρώντας επί σκηνής 
υπόσχονται παράδεισους οργασμικής ηδονής
σε ανέραστες προεφηβικές πλαστικές κούκλες βιτρίνας
Άψυχες γεμάτες ακμή και make up ηδονίζονται
από την ηχητική διέγερση χιλιάδων ντεσιμπέλ
αφομοιώνουν οράματα κι ιδανικά με ημερομηνία λήξης 
ακούγονταστα σαγηνευτικά απ’ τα χείλη του υπέρτατου πρίγκιπα εραστή τους
«είμαι το όνειρό σου» «μπορείς να μ’ έχεις γκόμενο, αγόρασέ με»
«μπορείς κι εσύ να με πηδήξεις αν πουλήσεις τη ψυχή σου»
«είμαι η καλύτερη πρέζα στη μιζέρια σου»
είσαι η πιο όμορφη barbie από δισεκατομμύρια άλλες»

Κι έγινε η ζωή το μεγαλύτερο ψέμα.
Δεν υπάρχει αστυνομική βία.
Υπάρχουν μόνο αιμοδιψείς διαδηλωτές με κτηνώδη μανία 
με την ιλιγγιώδη ταχύτητα της απελπισίας
τους κομματοασφαλίτες, τα χημικά δακρυγόνα, τις ασπίδες
τα κράνη, τις κλούβες που επωάζονται
τα αυγά των φιδιών της φασίζουσας έρπουσας κοινωνίας
το προαιώνιο πολίτευμα εκλογοπλήσης εγκεφάλου
τις σχολές της βιομηχανοποιημένης παραπαιδείας
τα κρατικά εργοστάσια παραγωγής κόπροτρόμολαγνείας,  
τις ιερές αγελάδες μεταλλαγμένου μητρικού γάλακτος 
Αλλά ευτυχώωωως υπάρχει θεός.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με πατρική στοργή μας προστατεύουν
επαναλαμβάνοντας ακούραστα τα μηνύματα
«Πρόσεχε φιλήσυχε πολίτη
Αγαπημένο παιδί της κοινής γνώμης θα έρθουν να σου γαμίσουν τη μάννα
θα βιάσουν κατ΄ επάλειψη τις κόρες, θα παλουκώσουν εσένα, τους γιους σου
θα κάψουν το είναι σου, το πολυτελές αυτοκίνητό σου
Αυτοί είναι πεινασμένοι, εμείς είμαστε η μόνη αλήθεια, να το θυμάσαι
Αγαπημένε μας πολίτη της καναπεδάτης δημοκρατίας, 
του τηλεγκουαντάναμο, 
της τηλεγκίνιας
της τηλεγκιλοτίνας
του τηλεγκάλοπ
του...του...τηλεγκόοοοοοολλλλλ!!!



Κι έγινε η ζωή τρελή φαλτσέτα να χαϊδεύει το μυαλό μας.
Ξεχνώντας να φορέσουμε τα φρεσκοπλυμένα 
ασημίζοντα ρόδινα όνειροφτερά μας
εμείς, οι φωτογράφοι της ζωής, 
τυφλοί χορεύουμε ξυπόλητοι σε σπασμένα γυαλιά ζεϊμπέκικο
πάνω στο κούφωμα του ανοιχτού παράθυρου.
Γριές στρίγγλες εθνοπορνοστάρ χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια
κρεμασμένες σε τσιγκέλια νεκρόφιλου χρηματιστηρίου ηθικών αξιών. 
καθώς χιλιάδες mega pixel αναμνήσεων, 
ουρλιάζοντας υστερικά, μας παροτρύνουν .
« πήδα - πήδα» «πήδα μαλάκα πήδα».
Ξεχνώντας να φορέσουμε τα φρεσκοπλυμένα 
ασημίζοντα ρόδινα όνειροφτερά μας 
μέσα σε απαστράπτοντα flash σαλτάρουμε στο κενό χασκογελώντας.

Ερωτευόμαστε πάντα για πρώτη φορά.
Φτιάχνουμε αυτόνομες πολιτείες, 
Ατλαντίδες μοβ πορσελάνης
με απολιθωμένα κοραλλένια δάση.
Φορώντας για εφόδιο τα ανεξίτηλα χρώματα από ψυχές νιόγεννων αστεριών
τα ζεστά χνώτα μας χαράσσουν άσπιλες καρδιές στην αύρα μας.
Ρουφιάνοι ψυχο-ονειροκρίτες μας λιθοβολούν
καθώς πετάμε πάνω απ΄ τη στέγη του κόσμου
κραδαίνοντας τις φωσφορίζουσες κατακόκκινες καρδιές μας
κάνοντας σούζες σε αφέγγαρους λεωφόρους
κι ανάμεσά μας να περνούν νταλίκες
κουβαλώντας ταξίδια που αρνήθηκαν να πάνε οι ευχές μας.
Βάζουμε φωτιά στην άσφαλτο με την οπλισμένη καρδιά μας
Ανατινάζουμε λυσσασμένα τα περιπολικά που μας κυνηγούν.
Κι ύστερα το χάραμα μοιράζουμε το τελευταίο τσιγάρο
μοιράζουμε το τελευταίο φιλί σαν να ΄ναι η πρώτη φορά
δίπλα στις εξατμίσεις των ξαναμμένων μηχανών μας
παγερά αδιάφοροι, με ωμή βία τεμαχίζουμε παιδικούς έρωτες
ικετεύοντας για λίγη αγάπη ακόμα.

Τότε είναι που η πόλη γίνεται πελώρια νυχτερίδα
Αλυσοδεμένη με δεκάδες παραλιακά φώτα.
Παίρνει στην αγκαλιά της
όσα παιδιά σεργιανάνε πίνοντας σκέψεις αυτοχειρίας, αυτοδικίας
νυσταγμένους οδηγούς, ξυράφια ζωές σε κόντρες ταχυτήτων
πουτάνες που γλίτωσαν το θάνατο μέσα στο θάνατο
ανάμεσα σε ασθενοφόρα που στριγκλίζουν.
Σύριγγες  στραφταλίζουν στα έρημα πάρκα
καπνίζοντας δάκρια παιδιών που βιαστήκανε οι ψυχές τους
Φυλλορροώντας τους σταυρούς που γράφουν τα ονόματα των φίλων μας
τους γλυκοφιλούμε σαν τους πιο μεγάλους έρωτες
που δεν προλάβαμε να αγαπήσουμε
σαν τα πιο μεγάλα παιδικά όνειρά μας που ζητούν εκδίκηση
για την χαμένη μας ευτυχία.



Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι
Β.Ο.Μ.Β.Α